ξεπλένουν τη ντροπή
χτύποι από φως
ανάσες ή πλήθος από λουλούδια
με γεμίζουν με αίμα δικό μου,
ζεματά η ελπίδα όταν γεννιέται
πριν πέσει λάσπη στο γυμνό μας σώμα
και φτύσουμε ενοχή και λήθη
απρόσμενα
ξυπνώ και περιμένω να βρω μια βάρκα από όνειρα να χωθώ μέσα
πριν την γούβα
στην άσφαλτο που εκρήγνυται
αέρας και πουλιά στον απέναντι τοίχο
χρωματίζουν την ελευθερία
είναι
χελιδόνια που πετάνε μακριά
όχι δικές μου λέξεις
που δύσκολα προφέρω
μοιάζουν με γρίφο τα κύματα τους
σκαρώνουν μουσικές σε λα μινόρε
σαν μοναχικές ελπίδες ξεχύνονται στις ουράνιες επάλξεις
δεν βρέχει
πετούν ανάμεσα στις ρωγμές
μας ζυγώνουν